Translate

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Δάνειες λέξεις από τα γαλλικά


Δάνειες λέξεις από τα γαλλικά


                                       

http://podilato98.blogspot.gr/2012/08/daneies-apo-gallika.html


Οι περισσότερες, ίσως, δάνειες λέξεις της γλώσσας μας προέρχονται από τα γαλλικά. Αυτό συνέβη επειδή η δημιουργία του ελληνικού κράτους το 1830 συνέπεσε με την κυριαρχία της Γαλλικής σε διεθνές επίπεδο. Τα χρόνια που ακολούθησαν έγινε η δεύτερη γλώσσα των μορφωμένων,η μοναδική ξένη γλώσσα που διδασκόταν στα σχολεία μας μέχρι και τη δεκαετία
 του 1950 και η «γλώσσα των σαλονιών», η γλώσσα δηλαδή που προσέδιδε κύρος σε όσους τη μιλούσαν.


Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οι διεθνείς πολιτικοοικονομικές συνθήκες μείωσαν την κυριαρχία της Γαλλικής, οπότε άρχισε να μειώνεται και η επίδρασή της στα ελληνικά. Είχε έρθει η ώρα των αγγλικών...


απεριτίφ apéritif (= ορεκτικό) < μεσαιωνικό γαλλικό aperitivus < λατινικό aperio
α(= ανοίγω)
γκαρσόν / γκαρσόνι garçon (= αγόρι)
γκοφρέτα gaufrette
γραβιέρα gruyère, από το όνομα της ελβετικής περιοχής Gruyère



ζαμπόν jambon (= χοιρομέρι)
ζελέ gelée < geler (= παγώνω)
κουβέρ couvert < λατινικό coopertus (= σκεπασμένος)
κουβερτούρα couverture < λατινικό coopertura (= σκεπασμένη)
κρέπα crêpe < λατινικό crispus (= σγουρός, τραχύς)
κροκέτα croquette < croquet (= κριτσανίζω, μασουλώ)
κρουασάν croissant (= γλύκισμα) < croissant (= μισοφέγγαρο)
μαγιονέζα mayonnaise
μενού menu (= μικρός, λεπτομερής) < λατινικό minutus (= μικρός, λεπτός) < minuo
α(= ελαττώνω, συγκόπτω)
μπεσαμέλ béchamel, από το όνομα του γάλλου χρηματιστή Μπεσαμέλ που την επινόησε
μπιφτέκι bifteck < αγγλικό beef steak (= φέτα βοδινού κρέατος)
ομελέτα omelette < αρχαίο γαλλικό omelette ή alumelle (= μικρή λάμα) < λατινικό
αlamella (= μικρό μεταλλικό πιάτο)
ορντέβρ hors-d’-oeuvre (= τα εκτός του κυρίως γεύματος) < hors (= εκτός) + oeuvre
α(= έργο)
παρμεζάνα parmesan, από το όνομα της ιταλικής πόλης Πάρμα
πικνίκ pique-nique < piquer (= κεντώ) + nique (= άχρηστο πράγμα)
πουρές purée < αρχαίο γαλλικό purer (= καθαρίζω, στραγγίζω λαχανικά) < λατινικό
αpuro (= καθαρίζω)


πουρμπουάρ pourboire (= φιλοδώρημα) < pour boire (= για να πιεις)
ρεστοράν restaurant < restaurer < λατινικό restauro (= ανακαινίζω, ανανεώνω)
ροκφόρ roquefort, από το όνομα της γαλλικής περιοχής Roquefort
σαγκουίνι sanguine (= αιματώδης)
σαντιγί chantilly, από το όνομα της περιοχής Chantilly στη Γαλλία όπου πρωτοπαρα-
ασκευάστηκε
σερβίρω servir < λατινικό servio (= υπηρετώ)
σεφ chef (= αρχηγός) < λατινικό caput (= κεφαλή)
σοτάρω sauter (= τσιγαρίζω)
σουφλέ souffle < souffler (= φυσώ, φουσκώνω)
σπεσιαλιτέ spécialité (= ειδικότητα)
τάρτα tarte
τρούφα truffe < λατινικό tuber (= εξόγκωμα)
φρικασέ fricassée (= τηγανητό κρέας με βούτυρο μέσα σε σάλτσα)
φρουί γλασέ fruit glacé < fruit (= φρούτο) + glacé (= παγωμένο)


αμπαζούρ abat-jour (= κάλυμμα λάμπας)
ασανσέρ ascenseur
ασπιρίνη aspirine
ατελιέ atelier (= εργαστήριο)
γκαράζ garage < garer (= βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω)
γκαρσονιέρα garçonnière < garçon (= αγόρι)
καλοριφέρ calorifere < λατινικό calor (= θερμότητα) + λατινικό fero (= φέρνω)
καφές café < τουρκικό kahve < αραβικό qahwah
καφετιέρα cafetière
μαρμίτα marmite (= χύτρα, λέβητας)
μεζονέτα maisonnette < maison (= σπίτι)
μοκέτα moquette (= είδος χαλιού)
μπετόνι bidon < σκανδιναβικό bida (= δοχείο)
μπιμπελό bibelot
μπιμπερό biberon < λατινικό bibo (= πίνω)


μπολ bol < αγγλικό bowl
μπουφές buffet
μπρελόκ breloque
ναφθαλίνη naphtaline < ελληνικό νάφθα < περσικό naft
ντους douche < ιταλικό doccia < docciare (= αναβλύζω, ρέω ορμητικά) < doccia
α(= σωλήνας νερού)
παρκέ parquet < parc (= πάρκο, μάντρα)
πορτατίφ portatif
ρετιρέ retire (= απομονωμένος, μοναχικός) < retirer (= αποχωρώ, απομακρύνομαι)
ρολό rouleau (= κύλινδρος) < rouler (= περιστρέφω, κυλώ)
ρουμπινές robinet (= κρουνός)
σαλόνι salon < ιταλικό salone < sala
σεζλόγκ chaise longue < chaise (= καρέκλα) + longue (= μακρύς)
σιρόπι sirop (= ηδύποτο) < αραβικό sharab (= ποτό, χυμός, σιρόπι)
σιφονιέρα chiffonnier < chiffon (= κουρέλι)
σκαμπό escabeau < λατινικό scabellum (= μικρό σκαμνί)
σουβενίρ souvenir (= ενθύμιο)
σοφίτα soffite < ιταλικό soffitto
ταλκ talc < ισπανικό talque < αραβικό talq
τάπα tape
τιρμπουσόν tire-bouchon tirer (= τραβώ) + bouchon (= πώμα)
τουαλέτα toilette (= καλλωπισμός, έπιπλο καλλωπισμού) < toile (= πανί)
φριτέζα friteuse (= σκεύος για τηγάνισμα)


κομπρεσέρ compresseur < compresser < λατινικό compresso (= συμπιέζω)
ματ (υλικό) mat < λατινικό mattus (= θαμπός)
μπαλαντέζα baladeuse, θηλυκό του baladeur (= περιφερόμενος)


μπετόν béton < λατινικό bitumen (= άσφαλτος)
ντουί douille
πένσα pince
πινέζα punaise (= κοριός)
πλεξιγκλάς plexiglas
πρίζα prise (= λήψη) < prendre (= παίρνω)


κράμπα crampe (= σύσπαση) < γερμανικό Krampf
μούσι mouche < λατινικό musca (= μύγα)
μπούκλα boucle < λατινικό buccula < bucca (= μάγουλο)
σιλουέτα silhouette, από το όνομα του Etienne de Silhouette που είχε διακοσμήσει τους
ατοίχους του σπιτιού του με περιγράμματα μορφών
τατουάζ tatouage < αγγλικό tatoo (= δερματοστιξία)
φαβορίτα favorite < ιταλικό favorire (= ευνοώ, βοηθώ)


αγκράφα agrafe
αξεσουάρ accesoire
γάντι gant < αρχαίο γερμανικό want
δαντέλα dentelle
εμπριμέ imprimé (= έντυπο σταμπτωτό ύφασμα)
ζακέτα jaquette < jaque < αραβικό shakk
καρό carreau (= τετράγωνο)
κασκόλ cachecol < cacher (= κρύβω) + col (= λαιμός)
κομπινεζόν combinaison (= συνδυασμός)
κορσές corset < corps (= σώμα)
κοτλέ cotele
μαγιό maillot (= φασκιές)
μοδίστρα modiste < mode (= μόδα)
μπερές béret
μπέρτα berthe
μπιζού bijoux < βενετικό bizou (= κρίκοςδαχτυλίδι)
μπλούζα blouse
μπότα botte
μπουφάν bouffant, μετοχή του bouffer (= φυσώφουσκώνω)


ντεκολτέ décolleté (= έξωμος) < décolleter (= απογυμνώνω τους ώμους)
παπιγιόν papillon (= πεταλούδα) < λατινικό papilio (= ζωύφιοπεταλουδίτσα)
πατρόν patron (= υπόδειγμα, αποτύπωμα, σχέδιο πάνω σε χαρτί)
πουά point (= σημείο, τελεία, στίγμα)
σαμπό sabot < savate (= παλιό, φθαρμένο παπούτσι)
σοσόνι chausson (= παντόφλα) < λατινικό calceus (= παπούτσι)
σουτιέν soutien (= υποστήριγμα)
ταγέρ tailleur (= ράφτης, γυναικείο ένδυμα)
τούλι tulle, από το όνομα της πόλης Tulle στην κεντρική Γαλλία όπου πρωτοπαρουσιά-
αστηκε
φερμουάρ fermoir < fermer (= στερεώνω, ασφαλίζω)
φο μπιζού faux bijoux
φουλάρι foulard < προβηγκιανό foulat (= είδος υφάσματος)
φράκο frac < αγγλικό frock


κοκέτα <κοκέτης < coquet < coqueter (= κοκορεύομαι)
κολόνια < eau de Cologne (= νερό της Κολωνίας), από το γαλλικό όνομα Cologne της
αγερμανικής πόλης Κολωνία
κραγιόν crayon
λακ laque < λατινικό lacca < αραβικό lakk
λοσιόν lotion < λατινικό lotion (= πλύση)
μακιγιάζ maquillage
μανεκέν mannequin < ολλανδικό mannekijn (= ανθρωπάκι)
μανικιούρ manicure < λατινικό manus (= χέρι) + curo (= φροντίζω)
μασάζ massage < masser (= τρίβω) < αραβικό massa (= χαϊδεύω, τρίβω)
ντεμακιγιάζ demaquillage < demaquiller (= αφαιρώ το μακιγιάζ)
ντεμοντέ démodé (= απαρχαιωμένος, έξω από τη μόδα) < démoder (= δεν ακολουθώ
ατη μόδα)
πασαρέλα passerelle < passer (= περνώ)
πεντικιούρ pédicure < λατινικό pes,-dis (= πόδι) + curo (= φροντίζω)
περμανάντ permanente, από τη φράση permanente ondulation (= διαρκής κυματισμός,
αμόνιμο κατσάρωμα)
πούδρα poudre < λατινικό pulvis (= σκόνη)
ρουζ rouge < λατινικό rubens (= κόκκινος)
σεσουάρ sechoir < λατινικό siccus (= ξηρός)
σικ chic (= κομψότητα, χάρη, φινέτσα) < γερμανικό Schick


βιτρίνα vitrine (= προθήκη) < vitre (= τζάμι)
ράμπα rampe < ramper (= έρπω, σέρνομαι με την κοιλιά)
φέιγ βολάν feuille volante (= φύλλο που πετά, πετούμενο)


ακουαρέλα aquarelle < ιταλικό acquarella (= νερομπογιά) < acqua (= νερό)
κολέγιο collège < λατινικό collegium
μαρς marche, προστακτική του ρήματος marcher (= προχωρώ, βαδίζω)
μπλοκ blok < αρχαίο γερμανικό bloc ή bloch < ολλανδικό bloc (= κούτσουρο, κορμός
αδέντρου)
ντοσιέ dossier (= φάκελος εγγράφων) < dos (= ράχη, νώτα) < λατινικό dorsum
α(= ράχη, νώτα)


γκρενά grenat < λατινικό granatum (= ρόδι)
γκρι gris (= φαιός)
κρεμ crème
μοβ mauve < λατινικό malva (= μολόχα)
μπεζ beige (= αβαφής) < ιταλικό bigio (= γκρίζο)
μπλε bleu < φραγκικό blao
μπλε μαρέν bleu marine (= μπλε της θάλασσας)
μπορντό bordeaux, από το χρώμα του κρασιού που παράγεται στη γαλλική πόλη
αBordeaux
παστέλ pastel < ιταλικό pastello < pasta
ροζ rose < λατινικό rosa (= ρόδο)
σιελ ciel (= ουρανός, γαλανός) < λατινικό caelum (= ουρανός)
χακί kaki, λέξη ινδικής προέλευσης που σημαίνει «χρώμα της σκόνης»


αντιλόπη antilope
γαζέλα gazelle < αραβικό ghazal
ζούγκλα jungle < ινδικό djangala
κανίς caniche
κορμοράνος cormoran < λατικό corvus (= κοράκι) + marinus (= θαλάσσιος)
λάσο lasso < ισπανικό lazo
μαμούθ mammouth < ρωσικό mamont < μογγολικό mamont (= ζώο του υπεδάφους)
πεκινουά pékinois, από το όνομα της κινεζικής πόλης Πεκίνο
τερμίτης termite < λατινικό termes,-itis (= τερηδόνα)


γκαζόν gazon < φράγκικο waso
καμέλια camélia, από το όνομα του μοναχού Camelli που έφερε το φυτό από την τροπι-
ακή Ασία τον 17ο αι.
μπουκέτο bouquet


πανσές pensée (= σκέψη, ενθύμηση), επειδή θεωρείται σύμβολο ευχάριστων αναμνή-
ασεων
παρτέρι parterre < par terre (= πάνω στη γη)
τουλίπα tulipe < τουρκικό tulbend


τικ τακ tic-tac (ονοματοποιία)


σκι ski < αρχαίο νορβηγικό skith (= κομμάτι ξύλου)
μπαράζ barrage (= φράγμα) < barrer (= φράζω) < λατινικό barra
μποξέρ boxeur < box (= πυγμαχία)
ρεβάνς revanche (= ανταπόδωση, αντεκδίκηση)
ρεκόρ record (= επίδοση) < αγγλικό record < λατινικό recordor (= θυμάμαι, αναλογί-
αζομαι)
σπορ sport (= αθλητισμός)
τουρνουά tournoi < tournoyer (= περιφέρομαι, περιπλανώμαι)
φαβορί favori (= αγαπητός, προσφιλής) < λατινικό favor (= εύνοια)
φιλές filet (= δίχτυ, πλέγμα)
φιναλίστ finaliste


γκισέ guichet
καριέρα carrière
καρνέ carnet
κομπίνα combine, συγκεκομμένος τύπος του combination (= συνδυασμός)
πλαφόν plafond (= οροφή)
πριμ prime (= βραβείο, έπαθλο) < λατινικό praemium (= βραβείο)


αλέ ρετούρ aller-retour (= μεταβίβαση και επιστροφή)
αμορτισέρ amortisseur
αμπραγιάζ embrayage (= συμπλέκτης)
βενζίνη benzine
βουλκανιζατέρ vulcanisateur < αγγλικό vulcanize < λατινικό Vulcanus (= Ήφαιστος,
αφωτιά)
γκάζι gaz
γρανάζι engrenage
καραμπόλα carambole (= η κόκκινη σφαίρα του μπιλιάρδου) < ισπανικό carambola
α(= καρπός του δέντρου carambil της Μαλαισίας που μοιάζει με πορτοκάλι)
κοντέρ compteur (= μετρητής)
λεβιές levier < lever (= υψώνω) < λατινικό levare (= σηκώνω)
λιμουζίνα limousine, από το όνομα της γαλλικής επαρχίας Limousin όπου βρίσκεται το
αεργοστάσιο κατασκευής των ομώνυμων αυτοκινήτων
μαρσάρω marcher (= προχωρώ, βαδίζω)
μοτέρ moteur < λατινικό motor (= κινητής) < movere (= κινώ)
μοτοσικλέτα motocyclette < moteur (= κινητήρας) + bicyclette (= ποδήλατο)
μπετονιέρα bétonnière


μπουζί bougie
μπουλόνι boulon < boule (= μεταλλική σφαίρα) < λατινικό bulla (= σφαιρικό αντικεί-
αμενο)
ντεμπραγιάζ debrayage < debrayer (= αποσυνδέω)
οτοστόπ auto-stop
παρμπρίζ pare-brise < parer (= αποκρούω, αποφεύγω) + brise (= αύρα, άνεμος)
πιστόνι piston (= έμβολο)
πορτμπαγκάζ porte-bagages < porter (= φέρνω) + bagage (= αποσκευή)
ρεζερβουάρ reservoir < reserver < λατινικό reservo (= διατηρώαποταμιεύω)
ρελαντί ralenti < ralentir (= επιβραδύνω)
σακβουαγιάζ sac de voyage
σαμπρέλα chambre à air
σασί châssis (= πλαίσιο)
σοφέρ chauffeur < chauffer (= θερμαίνωανάβω τη μηχανή)
ταμπλό tableau < λατινικό tabula
τούνελ tunnel (= σήραγγα)
τρακτέρ tracteur < λατινικό tractus (= ελκόμενος, συρόμενος)
τραμ tram < αγγλικό tram-way
φρένο frein (= τροχοπέδη) < λατινικό frenum (= χαλινάρι)


κανό canot < ισπανικό canoa < αραουακικό canoa
κρουαζιέρα croisiere < croiser (= περιπλέω) < croix (= σταυρός)
πιρόγα pirogue < ισπανικό piragua, από καραϊβικό ιδίωμα
τορπίλη torpille < λατινικό torpedo (= νάρκη) < torpeo (= ναρκώνω)
τουρμπίνα turbine < λατινικό turbo,-inis (= στρόβιλος, δίνη)


ακορντεόν accordéon
κλακέτα claquette


ατραξιόν attraction
βαλς valse < γερμανικό Walzer
γκαλερί galerie
καλαμπούρι calembour
καμπαρέ cabaret
καρναβάλι carneval < ιταλικό carnevale
καρτ ποστάλ carte postale
κομφετί confetti < ιταλικό confetti, πληθυντικός του confetto
κομφόρ confort < conforter < λατινικό conforto (= ενισχύω)
κονσόλα console
μαριονέτα marionnette (αρχικά σήμαινε μικρό άγαλμα της Παρθένου Μαρίας)
μπαλόνι ballon (= ελαστική σφαίρα)


μπουάτ boite, από τη φράση boite de nuit (= νυχτερινό κέντρο)
ντεμπούτο début < débuter
ντοκιμαντέρ documentaire (= αποδεικτικός) < document
ντουμπλάρω doubler (= διπλασιάζω, φοδράρω) < double (= διπλός) < λατινικό duplus
α(= διπλός, διπλάσιος)
πανσιόν pension (= οικοτροφείο) < λατινικό pensio (= μισθός, πληρωμή)
πατινάζ patinage (= παγοδρομία)
πατίνι patin < patte (= πόδι)
πιερότος pierrot < Pierre (= Πέτρος)
πιόνι pion (= πεζός στρατιώτης)
πιρουέτα pirouette
πίστα piste < λατινικό pisto (= κοπανίζω)
ποτ πουρί pot-pourri (= φαγητό με διάφορα είδη κρέατος)
πρεμιέρα premiere (= πρώτη παράσταση) < λατινικό primarius (= πρωτεύων)
ρεβεγιόν réveillon < réveiller (= ξυπνώ)
ρεσεψιόν réception (= λήψη, υποδοχή)
ρεφρέν refrain (= επωδός) < refraindre (= τσακίζω)
ρόλος rôle < λατινικό rotulus (= κύλινδρος)
σερπαντίνα serpentin < λατινικό serpentinus < serpens (= φίδι) < serpo (= έρπω)
σολφέζ solfège < ιταλικό solfeggio, από τις νότες σολ και φα
σουίτα suite
σουξέ succès (= επιτυχία) < λατινικό successus
τουρισμός tourisme < tour (= γύρος)
τουρνέ tournée (= περιοδεία) < tourner (= γυρίζω, περιφέρομαι)
τραλαλά tralala (ονοματοποιία)
φεστιβάλ festival < λατινικό festum (= γιορτή)
φραπέ frappé (= χτυπημένος)


κονιάκ cognac, από το όνομα της πόλης Cognac όπου πρωτοπαρασκευάστηκε τον 16ο αι.
λικέρ liquer < λατινικό liquor (= υγρό)
σαμπάνια champagne, από το όνομα της περιοχής Champagne (Καμπανία) στη Γαλλία
αόπου πρωτοπαρασκευάστηκε


αγκαζέ engage (= δεσμευμένος)
ραντεβού rendez-vous


σεξ sexe < λατινικό sexus (= γένος, φύλο)
τετ α τετ tête-à-tête (= κεφάλι με κεφάλι) < tête (= κεφάλι)


βαρόνος baron < λατινικό baro (= άνθρωπος του βασιλιά)
γκρουπ groupe
εξπέρ expert < λατινικό expertus
κανίβαλος cannibale < ισπανικό canibal ή caribal < αραουακικό caniba ή carib
α(= γενναίοςδυνατός άντρας)
μαντάμ madame < ma + dame (= κυρία μου)
μετρ maître (= κύριος, ιδιοκτήτης, δεξιοτέχνης)
οπερατέρ operateur < operer < λατινικό operor (= εργάζομαι, φτιάχνω)
παρτενέρ partenaire < αγγλικό partner
πλασιέ placier (= αυτός που προμηθεύει εμπορεύματα)
φαντομάς fantôme (= φάντασμα)
φαρσέρ farseur (= αστείος, απατεώνας)


αμπαλάζ emballage (= συσκευασία)
αμπούλα ampoule
ανφάς en face
ασορτί assorti
ατού atout < πρόθεση a + tout (= όλο)
βαλές valet
βιτριόλι vitriol
γκάφα gaffe
γρίπη grippe < gripper (= αρπάζω)
εβαπορέ évaporé
εγωισμός égoïsme < λατινικό ego
ένστικτο instinct < λατινικό instinctus < instinguo (= κεντρίζω, παρορμώ κάποιον)
εφέ effet (= αποτέλεσμα)
ζενίθ zenith < αραβικό semt
ζικ ζακ zig-zag (= οχυρωματικό χαντάκι γύρω από τα τείχη σε σχήμα τεθλασμένης
αευθείας)
ιλουστρασιόν illustration
καμουφλάζ camouflage


καμπάνια campagne (= εκστρατεία)
καουτσούκ caoutchouc < καραϊβικό cahuchu
καρμπόν carbone
κλίκα clique < cliquer (= χειροκροτώ)
κλου clou
κομπλέ complet (= πλήρης)
κουπόνι coupon < couper (= κόβω, τέμνω)
λανσάρω lancer < λατινικό lanceare (= χρησιμοποιώ τη λόγχη)
λεζάντα légende < λατινικό legenda (= ανάγνωσμα)
λιγνίτης lignite < λατινικό lignum (= ξύλο)
λουξ luxe < λατινικό luxus (= πολυτέλεια)
μακάβριος macabre
μοντάζ montage < monter (= συνδέω, συνθέτω) < λατινικό mons (= βουνό, σωρός)
μοντελισμός modelisme < modele (= πρότυπο, μοντέλο)
μουσώνας mousson < αραβικό mausim (= εποχή)
μπαλαντέρ baladeur (= αυτός που περιφέρεται)
μπανάλ banal < ban (= διακήρυξη, δημόσια πρόσκληση)
μποϊκοτάζ boycottage > αγγλικό boycott, από το όνομα του Άγγλου κτηματία James
αBoycott που οι καλλιεργητές του αρνήθηκαν οποιαδήποτε υπηρεσία
μπούρδα bourde (= φλυαρία, ψεύδος)
νορμάλ normal
ντεκόρ décor < décorer (= διακοσμώ) < λατινικό decoro (= κοσμώ) < decus
α(= στολίδι)
ντεφορμέ déformer (= παραμορφώνω, αλλάζω σχήμα) < λατινικό deformo (= ατιμάζω,
αχαλώ τη μορφή)
οβάλ ovale < λατινικό ovum (= αβγό)
οβίδα obus < γερμανικό Haubitze (= ολμοβόλο)
παραβάν paravent (= αλεξήνεμο) < vent (= άνεμος)
παστεριώνω pasteurisé, από το όνομα του Pasteur
πλακέ plaqué (= πεπλατυσμένος)
πλακέτα plaquette (= μικρή πλάκα, αναμνηστικό μετάλλιο)
πλάνο plan (= σχέδιο) < λατινικό planus (= ομαλός, επίπεδος)
πλασάρω placer (= τοποθετώ, πουλώ για λογαριασμό άλλων)
πορτρέτο portrait < portraire (= εικονογραφώ)
πρέφα préférence (= προτίμηση, είδος χαρτοπαιγνίου)
προφίλ profil < ιταλικό profilo < profilare (= σχεδιάζω την πλάγια όψη προσώπου)
ρεζερβέ réservé < réserver < λατινικό reservo (= διατηρώ, αποταμιεύω)
ρεκλάμα réclame (= έντυπη διαφήμιση) < réclamer (= απαιτώ, επικαλούμαι)
ρελάνς relance (= νέα ώθηση)
ρεπό repos (= παύση εργασίας) < reposer (= ησυχάζω, αναπαύομαι)
ρεπορτάζ reportage < report (= αναφέρωεκθέτω)
ρετουσάρω retoucher (= άπτομαιαγγίζω)
ρετρό rétro < λατινικό retro (= πίσω)
ρουλέτα roulette < αρχαίο γαλλικό roelete < λατινικό roda
ρουμπίνι rubin < λατινικό rubens (= κόκκινος)
ρουτίνα routine (= έξη, συνήθεια) < route (= δρόμος, οδός)
σαβουάρ βιβρ savoir-vivre (= γνώση καλής συμπεριφοράς)
σαμποτάζ sabotage (= τρύπημα σιδηρογραμμών, δολιοφθορά)
σαμποτάρω saboter (= κάνω θόρυβο με τα τρόκανα, ενεργώ γρήγορα και βιαστικά,
ακακομεταχειρίζομαι, βλάπτω)
σεζόν saison (= εποχή) < λατινικό satio,-onis (= σπορά)
σερβιέτα serviette (= πετσέτα) < servir (= υπηρετώ)
σερί série (= σειρά)
σικέ chiqué (= προσποίηση) < chic
σκαμπίλι brusquembille (= χαστούκι, είδος χαρτοπαιγνίου)
σοκ choc
στατιστική statistique < λατινικό status (= κατάσταση)
στιλ style < λατινικό stilus (= ραβδί, αιχμηρό εργαλείο με το οποίο έγραφαν στις κέρινες
απινακίδες)
τακτ tact < λατινικό tactus (= άγγιγμα) < tango (= αγγίζω)
τικ tic (ονοματοποιία)
τόνος (μέτρο βάρους) tonne
τουπέ toupet (= θρασύτητα)
τρακ trac (= φόβος)
τρενάρω trainer (= σέρνω, έλκω, παρατείνω)
τρικ truc (= επιτηδειότητα, τέχνη), λέξη προβηγκιανής προέλευσης
φιξάρω < φιξ < fixe (= ορισμένος) < λατινικό fixus (= στερεωμένος, μπηγμένος)
φλου flou (= με χάρη, με αβρότητα)

ΕΙΚΟΝΕΣ: meacolpa.blogspot.gr, www.bebedodo.fr, www.hireshops.gr, el.wiktionary.org, www.hoax-slayer.com, elianesflowers.webs.com, hawaiidermatology.com, www.dreamstime.com, www.thevine.com.au, perierga.gr